καλαμήτρια

καλαμήτρια
καλαμήτρια και καλαμητρίς, ἡ (Α) [καλαμώμαι]
αυτή που συλλέγει καλάμια, που σταχυολογεί τα υπολείμματα μετά τον θερισμό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”